- ευφραντος
- εὐφραντός2радостный, приятный Timocrates ap. Diog.L.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ευφραντός — εὐφραντός, ή, όν (Α) [ευφραίνω] 1. ενεργ. αυτός που προκαλεί ευφροσύνη, ο ευχάριστος 2. παθ. αυτός που ευφραίνεται, ο γεμάτος χαρά 3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Εὐφραντά τίτλος έργου τού Τιμοκράτους. επίρρ... εὐφραντῶς (Μ) ευχάριστα, ευάρεστα … Dictionary of Greek
εὐφραντός — pleasant masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντά — εὐφραντός pleasant neut nom/voc/acc pl εὐφραντά̱ , εὐφραντός pleasant fem nom/voc/acc dual εὐφραντά̱ , εὐφραντός pleasant fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντόν — εὐφραντός pleasant masc acc sg εὐφραντός pleasant neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρανταῖς — εὐφραντός pleasant fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφρανταί — εὐφραντός pleasant fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντοῖς — εὐφραντός pleasant masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντῆς — εὐφραντός pleasant fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντή — εὐφραντός pleasant fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐφραντῶν — εὐφράντης one who cheers masc gen pl εὐφραντός pleasant fem gen pl εὐφραντός pleasant masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευφραντικός — ή, ό (ΑΜ εὐφραντικός, ή, όν) αυτός που ευφραίνει, που προκαλεί ευφροσύνη, χαρά, μεγάλη ευχαρίστηση νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευφραντικό καρύκευμα, ήδυσμα αρχ. (για πρόσ.) εύθυμος. επίρρ... εὐφραντικώς (Α) με ευφροσύνη, με χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek